Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι: Μόνον όταν λειτουργήσει η δημοκρατία. Πάντως, αυτή η αίσθηση, ότι η πολιτική επαγγελματοποιείται, δεν αποτελεί κάποια νέα εξέλιξη, απλώς σήμερα έχει περάσει σε περισσότερους πολίτες, απ’ ότι στο παρελθόν. Κι αυτό γιατί είναι πολύ δυνατός ο εθισμός των πολιτών στα ισχύοντα καθεστώτα, τα οποία, μάλιστα, εξ αρχής ορίστηκαν δημοκρατικά, χωρίς, φυσικά, να είναι. Σε ότι αφορά τώρα τη δημοκρατία αυτή είναι ένα εντελώς άγνωστο πολίτευμα.
Οι πιο υποψιασμένοι, από όλους τους παραπάνω, είναι αυτοί που από μάθηση διαθέτουν κάποια ίχνη, καταγόμενα από το πολίτευμα που εγκατέστησε ο Κλεισθένης γύρω στο 509 π. Χ. στην Αθήνα. Οι επινοητές εκείνου του πολιτεύματος το ονόμασαν δημοκρατία, κάνοντας χρήση των λέξεων Δήμος -το σύνολο των πολιτών μιας γεωγραφικής περιοχής- και κρατώ με στόχο τη δημιουργία ενός καθεστώτος ισοκρατίας, όπου ο κάθε πολίτης θα διέθετε ίσον κράτος και προφανώς ίση εξουσία. Με αυτό το σκεπτικό, άλλωστε, προέκυψαν και οι θεσμοί-μέσα, όπως η κλήρωση ως το μόνο επιτρεπτό μέσο ανάδειξης των πολιτικών αξιωματούχων, τους βουλευτές, των ορκωτών δικαστών για τον τομέα της δικαιοσύνης, για μία θητεία ενός έτους και για τις δύο περιπτώσεις, κάτι που απέκλειε τον επαγγελματισμό στην πολιτική και τη δικαιοσύνη, και τέλος την εκκλησία του δήμου, προικισμένη με πρωτοφανή δύναμη απορρέουσα από την απόλυτη εξουσία που διέθετε. Ο αποστολή αυτών των θεσμών ήταν η ικανοποίηση των πανανθρώπινων αξιωματικών αρχών που συνεπάγονται από τη θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας, αυτή της ισοκρατίας, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι η εξουσία του καθενός έφτανε μέχρι αυτού του σημείου που δεν περιόριζε την εξουσία του άλλου. Δηλαδή, ατομική εξουσία με υποχρεώσεις, όχι μόνο δικαιώματα, προς τρίτους! Στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου συμμετείχαν όλοι οι άρρενες πολίτες 20 ετών και άνω με δικαίωμα ψήφου και ομιλίας στη βάση της αρχής της ισηγορίας, για το λόγο αυτό εκείνο το πολίτευμα ονομάστηκε και άμεση δημοκρατία, χωρίς στην πράξη να λειτούργησε ως τέτοια. Οι γνωστοί επικεφαλής πολιτικοί εκείνης της εποχής, ούτε κληρώθηκαν, ούτε εκλέχθηκαν ποτέ. Η φήμη τους έως και τις ημέρες μας, οφείλεται στην ικανότητα της πειθούς, και όχι μόνον, που διέθεταν δια των ομιλιών τους στην εκκλησία του Δήμου.
Το ερώτημα: πως καταλήξαμε από ένα πολίτευμα με χαρακτηριστικά δημοκρατικού πολιτεύματος σε ένα άλλο, που εξ αρχής της ίδρυσής του λανσάρεται ως δημοκρατικό χωρίς να είναι, μπορεί να απαντηθεί μόνον εάν αποδεχτούμε ότι κάποιος ή κάποιοι θεσμοί-μέσα, που είχαν επινοηθεί από τους προγόνους μας για να ικανοποιήσουν τις αξιωματικές αρχές της δημοκρατίας, απέτυχαν στην αποστολή τους. Οι έρευνες για το θέμα αυτό καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο κύριος υπεύθυνος θεσμός που οδήγησε σε διαφορετική πολιτειακή συνέχεια ήταν ο θεσμός της εκκλησίας του δήμου, ο οποίος με τους κανόνες και τις διαδικασίες του επέτρεψε τον εκτροχιασμό της όλης προσπάθειας, η οποία κατέληξε υπό τον πλήρη έλεγχο των αριστοκρατών και φυσικά πλουσίων, μέσω του οποίου η τάξη αυτή μπόρεσε, βοηθούντος και του συγκεκριμένου θεσμού, να υπονομεύσει την αξία της άμεσης δημοκρατίας.
Εξετάζοντας το θεσμό της εκκλησίας του δήμου, επειδή η συμμετοχή στις συνεδριάσεις της ήταν εθελοντική, σπάνια ήταν εντυπωσιακή, η, δε, σύνθεσή της, από κοινωνική, οικονομική και γεωγραφική άποψη, ήταν πολύ φτωχή, με αποτέλεσμα οι συνελεύσεις της να μην πληρούν τους όρους της άμεσης δημοκρατίας, αλλά αυτούς μιας κακής αντιπροσώπευσης με ολιγαρχικά χαρακτηριστικά. Τρία στοιχεία, πάντως, εκείνης της δημοκρατίας είναι οι σταθερές του συστήματος. (α) οι πολιτικοί αξιωματούχοι αναδεικνύονταν μόνον δια της κλήρωσης, (β) Τι ίδιο και οι δικαστικοί και (γ) οι ειδικοί, όπως στρατηγοί ή κάτι σαν οι σημερινοί υπουργοί, δια της εκλογής στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου και όλοι οι αξιωματούχοι για μια θητεία, εκτός από τους στρατηγούς που μπορούσαν να επανεκλεγούν, συνήθως, για ακόμα μία θητεία.